υφη

υφη
    ὑφή
    (ῠ) ἥ (преимущ. pl.)
    1) ткань Aesch., Eur., Plat., Plut.
    2) паутина Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υφη" в других словарях:

  • ὑφή — web fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφή — η / ὑφή, ΝΑ νεοελλ. 1. ο τρόπος ύφανσης ενός υφάσματος («πυκνή υφή») 2. η εσωτερική διάταξη τών μορίων ενός σώματος, φυσική σύνθεση («η υφή τού ξύλου») 3. μτφ. η διάρθρωση και σύνδεση τών μερών λογοτεχνικού έργου 4. (μυκητ.) μικροσκοπικό,… …   Dictionary of Greek

  • υφή — η 1. η ύφανση (βλ. λ.), η κατάσταση του υφασμένου: Αραιή υφή. 2. η εσωτερική διάταξη και σύσταση των μορίων οποιουδήποτε σώματος, η φυσική του σύνθεση, η κατασκευή του: Η υφή του φύλλου. 3. μτφ., η διάρθρωση και διάταξη των μερών λογοτεχνικού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑφῇ — ὑφάω pres subj mp 2nd sg (doric) ὑφάω pres ind mp 2nd sg (doric) ὑφάω pres subj act 3rd sg (doric) ὑφάω pres ind act 3rd sg (doric) ὑφάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ὑφάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ὑφάω pres subj act 3rd sg (epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕφη — ὕφος web neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὕφος web neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὕ̱φη , ὑφάω imperf ind act 3rd sg (doric) ὑφάω pres imperat act 2nd sg (doric) ὕ̱φη , ὑφάω imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ὑφάω pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαῖς — ὑφή web fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφαί — ὑφή web fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφήν — ὑφή web fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑφ' — ἐπί , ἐπί being upon indeclform (prep) ὀπί , ὄψ voice fem dat sg ὀπά̱ , ὀπή opening fem nom/voc/acc dual ὀπά̱ , ὀπή opening fem nom/voc sg (doric aeolic) ὀπαί , ὀπή opening fem nom/voc pl ὀπέ , ὀπός juice masc voc sg ὑφά̱ , ὑφή web fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑφ' — ὑφά̱ , ὑφή web fem nom/voc/acc dual ὑφά̱ , ὑφή web fem nom/voc sg (doric aeolic) ὑφαί , ὑφή web fem nom/voc pl ὑπό , ὑπό úpa indeclform (prep) ὑπαί , ὑπό úpa epic (poetic indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»